- επικρούω
- (AM ἐπικρούω)χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» — χτυπάς το καρφί)νεοελλ.εξετάζω ασθενή με επίκρουσηαρχ.1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες»)2. εμπαίζω, χλευάζω3. επικροτώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικρούω — επίκρουσα και επέκρουσα, επικρούστηκα, επικρουσμένος, μτβ. 1. χτυπώ κάτι επάνω ή από επάνω. 2. (ιατρ.), εξετάζω τον άρρωστο με επίκρουση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικρουόμενον — ἐπικρούω pres part mp masc acc sg ἐπικρούω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικροῦον — ἐπικρούω pres part act masc voc sg ἐπικρούω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρούει — ἐπικρούω pres ind mp 2nd sg ἐπικρούω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρούουσι — ἐπικρούω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικρούω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκρουον — ἐπικρούω imperf ind act 3rd pl ἐπικρούω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκρούσω — ἐπικρούω aor ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκρουμένως — ἐπικρούω perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρουομένην — ἐπικρούω pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρουσθείη — ἐπικρούω aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)